Όταν ένα ζευγάρι σχηματίζεται με ελπίδα μία μακροχρόνια σχέση, τα άτομα που την δημιουργούν μπορεί να βρεθούν σε έκπληξη. Με τι να εκπλαγούν; Με την επίπτωση που μπορεί να έχει η απόφασή τους αυτή στους οικείους τους, την οικογένειά τους, τους φίλους τους, κ.α. Επιπλέον, μέσα από τη δημιουργία της σχέσης αυτής, τα άτομα μπορεί να ανακαλύψουν- ευτυχώς ή δυστυχώς- ότι η οικογένειά τους, οι αξίες που έχουν πάρει από αυτήν αλλά και προσδοκίες και αντιλήψεις μπορεί να αποτελέσουν τροχοπέδη στην ομαλή λειτουργία του ζευγαριού αυτού και στην ανέλιξη του.
Πολλές φορές, το άτομο επιλέγει τον/την σύντροφό του/της με τρόπο που να εμπεριέχει στοιχεία μίας ίσως θεραπευτικής επιθυμίας για διόρθωση ή επανάληψη σε σχέση με τις οικογένειες καταγωγής του καθενός. Η επιθυμία αυτή μπορεί να ταιριάζει με μια ικανοποιητική σχέση. Παρόλα αυτά, η επιθυμία αυτή μπορεί και να αποτελέσει παράγοντα για την παραγωγή ενός μοτίβου που συντηρεί το ζεύγος παγωμένο σε κάποιο σημείο, πριν προλάβουν να ολοκληρώσουν τη δέσμευσή τους.
Όπως όταν η δημιουργία του αυτόνομου ζευγαριού μπορεί να επιφέρει προβλήματα, έτσι και τα μετέπειτα στάδια και η κοινή του ζωή μπορεί δημιουργήσει νέες δυνατότητες αλλά και νέες δυσκολίες. Στον κύκλο της οικογενειακής ζωής, το διάστημα, που τα παιδιά μεγαλώνουν και φεύγουν από το σπίτι και που οι γονείς γίνονται πιο ευάλωτοι ή πεθαίνουν, ή συνταξιοδοτούνται, μπορεί να γίνει προβληματικό ή δυσλειτουργικό για το κάθε μέλος διαφορετικά. Στερεοτυπικά μιλώντας, θα λέγαμε ότι μία γυναίκα (αντίστοιχα και ένας άντρας) που όλη της τη ζωή φρόντιζε τα παιδιά, όταν αυτά φύγουν από το σπίτι, πολύ πιθανό να νιώσει άχρηστη ή ότι εγκαταλείπεται από αυτά. Αντίστοιχα, όταν ένας άντρας (αλλά και μία γυναίκα) που έχει αφιερώσει και επενδύσει τη ζωή του στη δουλειά του, όταν συνταξιοδοτηθεί, θα νιώθει ότι δεν έχει στόχους ή ακόμη και άχρηστος. Όσο λοιπόν τα παιδιά μεγαλώνουν, τόσο οι αποστάσεις ανάμεσα στο ζευγάρι αμβλύνονται. Ίσως καταλήγουν να έχουν λιγότερα κοινά σημεία μεταξύ τους (χάνεται π.χ. ο κοινός στόχος της ανατροφής των παιδιών). Δίχως λοιπόν τα παιδιά ή τη δουλειά, απαιτείται από το ζευγάρι να περνά περισσότερο χρόνο μαζί και αυτό είναι ίσως άβολο και πλέον κάπως ανοίκειο. Ακόμη και αν αποκλείσουμε τους παράγοντες των παιδιών και της δουλειάς, τα ζευγάρια πιθανώς επαναξιολογούν την κοινή πορεία τους όσο ‘μεγαλώνουν’.
Το εκάστοτε ζευγάρι, έχει μεγαλώσει μαζί, έχει περάσει από πολλά στάδια στον κύκλο της οικογενειακής ζωής, έχει αγαπήσει ο ένας τον άλλον, έχουν μεγαλώσει παιδιά, κ.α. Όλα τα παραπάνω, δεν σημαίνει ότι συμβάλλουν και σε μία ταυτόχρονη επιθυμία για αλλαγή. Συνήθως, στην θεραπεία ή στην συμβουλευτική, έρχονται ζευγάρια που έχουν ‘αλλάξει’ με έναν ασύμμετρο τρόπο. Για παράδειγμα, το ένα άτομο μπορεί να έχει προχωρήσει ή να ωριμάσει, έχοντας βρει π.χ. ένα νέο νόημα ζωής, κι αυτό να τους απορρυθμίζει, να τους κάνει να δυσλειτουργούν ή να πρέπει να επαναπροσδιορίσουν το ‘μαζί’. Πόσο εύκολο είναι αυτό; Καθόλου! (τις περισσότερες φορές). Καταλήγοντας, σίγουρα οι συζητήσεις αυτές(είτε πρόκειται για το ‘πώς δημιουργούμε το μαζί’ ΄είτε το ‘πώς αναδημιουργούμε το μαζί’-ή και όχι) είναι πολύ δύσκολες και χρειάζονται όχι μόνο προσπάθεια αλλά και χρόνο σε ή χωρίς θεραπεία.

Ενδεικτική Βιβλιογραφία
Jones, E. (1993). Family systems therapy: Developments in the Milan-systemic therapies (Vol. 2). Wiley.